- ρεΐζης
- ο, Νπρόεδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reis «εφέντης, ανώτατος αξιωματούχος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με διάφορες κατά εποχές αρμοδιότητες, ο οποίος τον 19ο αιώνα αναφέρεται ως υπεύθυνος για. τις εξωτερικές υποθέσεις»].
Dictionary of Greek. 2013.